διακόνισσα

διακόνισσα
η (AM διακόνισσα)
γυναίκα που φροντίζει τον ναό, νεωκόρος
νεοελλ.
1. σύζυγος τού διακόνου
2. γυναίκα που υπηρετεί σε θρησκευτικό, φιλανθρωπικό ίδρυμα
αρχ.
ασκήτρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διάκονος + (επίθημα) -ισσα (πρβλ. συντρόφισσα)
Η λ. διακόνισσα αποτελεί δάνειο από τη Λατινική (πρβλ. λατ. diaconissa > γαλλ. diaconesse)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διακόνισσα — deaconess fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακόνισσα — η 1. γυναίκα που εκτελεί διακονικά καθήκοντα στην εκκλησία. 2. σύζυγος του διακόνου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διακονίσσας — διακονίσσᾱς , διακόνισσα deaconess fem acc pl διακονίσσᾱς , διακόνισσα deaconess fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακονισσῶν — διακόνισσα deaconess fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακονίσσαις — διακόνισσα deaconess fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακονίσσης — διακόνισσα deaconess fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακονίσσῃ — διακόνισσα deaconess fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακόνισσαι — διακόνισσα deaconess fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διακόνισσαν — διακόνισσα deaconess fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Diakonisse — Diakonissen beim Verteilen von Carepaketen der Inneren Mission Eine Diakonisse (weibliche Form von altgriechisch διάκονος diákonos ‚Diener, Knecht‘;[1] neugriechisch …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”